Σ’ ένα χωριό από παλιά. Γυναίκα ζει μονάχη
έχει στολίδι στα μαλλιά του σιταριού το στάχυ
Από μακριά κι από κοντά πουλιά τη χαιρετάνε
κι όταν αυτή δεν απαντά της γλυκοτραγουδάνε
Η γιορτινή της ομορφιά τα αγόρια μαραζώνει
στην ξαφνιασμένη τους καρδιά χρυσά καρφιά καρφώνει
Μα δεν τη λένε Ποθητή
ούτε Ονειρεμένη
δεν τηνε λένε Ξακουστή
τη λένε Ξεχασμένη
Στης Μεσογείου τα νερά, στου ήλιου το περβόλι
Γυναίκα ωραία περπατά και δε φοβάται βόλι
Μόνη φυτεύει την ελιά, θυμάρι κι ανεμώνα
Στην πιο κρυφή νεροσπηλιά ρωτάει τη γοργόνα
Είναι η αγάπη ζωντανή τα μάγια να της κλέψω,
σε ποια στεριά σε ποιο νησί να βγω να τη γυρέψω;
Μα η αγάπη η αληθινή
Στ’ αστέρια είναι κρυμμένη
Δεν τηνε λένε ξακουστή
Τη λένε Ξεχασμένη
Στην Ημαθία ένα χωριό, το λένε Ξεχασμένη.
Του χρόνου ανήμερο θεριό
κι Ωραία Κοιμωμένη