Ντέφι χτυπώντας το φεγγάρι
χορεύει κι έρχεται με χάρη,
έρχεται μες στις ερημιές
από το φως ασημωμένη
μικρή τσιγγάνα η Παινεμένη.
Ως τη θωρεί πετιέται πάνου
ο Άνεμος ο ακοίμιστος,
Πουνέντες άντρας πονηρός
κοιτάει τη μικρή κοιτάει
κι ολόγλυκα της τραγουδάει:
Μικρούλα μου άσε να σηκώσω
το φουστανάκι σου να ειδώ
άσε με λίγο να σ’ αγγίξω
και της κοιλίτσας σου ν’ ανοίξω
το ρόδο το γαλαζωπό.
Πετάει το ντέφι τρομαγμένη
και τρέχει τρέχει η Παινεμένη,
ξοπίσω της ακολουθεί
Άνεμος άντρας που κρατεί
μια σπάθα, σπάθα αστραφτερή.
Άχου το κύμα πως χλωμιάζει
ο κάμπος άκου πως στενάζει
παίζει των ίσκιων η φλογέρα
μέσα στο σκοτεινό αγέρα
Τρέχα Παινεμένη τρέχα
κι όπου να ‘ναι θα προφτάσει
ο Άνεμος και θα σ’ αρπάξει,
να τος χιμάει από ψηλά
γλείφεται γλώσσες τις εννιά.
Στο πρώτο σπίτι η Παινεμένη
χώνεται μέσα αλαφιασμένη
την αρωτάνε να τους πει
κι εκείνη λέει κι ανιστορεί.
Ενώ απ’ τη λύσσα του θερίο,
ο Άνεμος γυρνάει στο κρύο
παίρνει το σπίτι και το ζώνει
τα κεραμίδια του δαγκώνει.