Τριαντάφυλλο τής πέταξα
σαν πήγαινε στην βρύση
με το σταμνί στον ώμο της,
νερό να το γεμίσει,
με το σταμνί στον ώμο της,
νερό να το γεμίσει.
Το έκρυψε στον κόρφο της
και μ’ άναψε μεράκι,
πώς ήθελα να ήμουνα
το τριανταφυλλάκι,
πώς ήθελα να ήμουνα
το τριανταφυλλάκι.
Τριαντάφυλλο τής έδωσα
καθώς περνούσε πλάι,
σαν κυπαρίσσι όρθιο,
στο σπίτι της να πάει,
σαν κυπαρίσσι όρθιο,
στο σπίτι της να πάει.
Το κράτησε στα χείλια της
και μ’ άναψε μεράκι,
πώς ήθελα να ήμουνα
το τριανταφυλλάκι,
πώς ήθελα να ήμουνα
το τριανταφυλλάκι.
Τριαντάφυλοο τής χάρισα
και την γλυκοκοιτάω,
αυτή μου χαμογέλασε
και μου `πε “σ’ αγαπάω”,
αυτή μου χαμογέλασε
και μου `πε “σ’ αγαπάω”.
Το πήρε και το φίλησε
και μ’ άναψε μεράκι,
πώς ήθελα να ήμουνα
το τριανταφυλλάκι,
πώς ήθελα να ήμουνα
το τριανταφυλλάκι.