Μεγαλοπρεπή βουνά αγκαλιάζουν,
βράχους, γκρεμούς, ανθρώπους, έλατα.
Είδαν φουσάτα Τούρκων κι άλλων νικηφόρα,
πτώματα ηρώων εδέχθησαν και βλαστήμιες γενναίων.
Μένουν τα δέντρα που σκίασαν τον ύπνο του πέρδικα
κι ο κούκος που δεν άκουσε ο Κολοκοτρώνης ήρθε και φώλιασε στη Ζάτουνα.
Μάταια οι φρουροί μου προσπαθούν να εγκλωβίσουν το τραγούδι του,
οι χαράδρες το παίρνουν στους ώμους και γρήγορα τ’ οδηγούν στους ελαιώνες.
Είναι πανύψηλα τα βουνά της Αρκαδίας.
Εξουσιάζουν τις θάλασσες
και το σουραύλι του Πάνα σκεπάζει τα γρυλίσματα των στρατώνων.
Βόες, ουρακοτάνγκοι, μαϊμούδες
τιβένους φορούν, κρατούν σκήπτρα.
Αρχιεπίσκοποι κι αρχιστράτηγοι “αέρα” φωνάζουν
και υψώνονται πίσω τους πτερά ορνίθων.
Έντρομοι ήρωες εγκταλείπουν τα μάρμαρα,
δραπετεύουν από τους στίχους των ποιητών,
καταφεύγουν ξανά στις όχθες του Λούσιου,
στις πηγές του Μαινάλου μοιράζονται τους ίσκιους με τον κορυδαλό.
Μένουν τα δέντρα που σκίασαν τον ύπνο του πέρδικα.
Που να ‘ναι θεματοφύλακες της αντριωσύνης σου πατρίδα.
Όνειρό σας το Θούριο και τραγούδι σας το ντουφέκι.