Της μέθης η στερνή γουλιά δύσκολα κατεβαίνει
και της ψυχής το βάσανο μένει στα χείλη μυστικό,
στα μάτια ξαποσταίνει.
Τα μάτια τα θολά για δες, πίσω τους πως κοιτάνε
και πως μονάχοι περπατούν αυτοί που αγαπάνε.
Της μέθης τη στερνή γουλιά κράτησα μες στο στόμα,
σαν των φιλιών τη ζεστασιά, που τη λαχτάρησα πολύ,
μα δε την βρήκα ακόμα.