Σα θες λυράρης να γενείς να φύγεις γι’ άλλα μέρη
άσπρο μου περιστέρι και μη σε δει κανείς.
Ν΄αφήσεις ότι αγαπάς κι ότι έχεις συνηθίσει
και όπου σε ξορίσει η μοίρα σου να πας.
Ντούρου-ντούρου ντούρου-ντούρου ντα
το γιαλό ρωτώ για σένα και δεν απαντά.
Ψάξε να βρεις το μαγικό τ΄άγριο σταυροδρόμι
μεσάνυχτα ακόμη σε τόπο ερημικό.
Με τη λεπίδα μαχαιριού κάμε στο χώμα γύρα
κι αρχίνισε τη λύρα στο φως του φεγγαριού.
Από τον κύκλο να μη βγεις σαν έρθουν οι δαιμόνοι
όταν κοντοσιμώνει το άστρο της αυγής.
Δώσε τους αίμα μια σταλιά και στη δική σου λύρα
κι άκου σκοπούς πλημμύρα μέσα τους σιγαλιά.
Ντούρου-ντούρου ντούρου-ντούρου ντα
και την ομορφιά του κόσμου ποιος τη νταγιαντά.
Στο πρώτο φως του πρωινού που το όνειρο θα σβήσει
θα ‘χεις τη γη αφήσει για χάρη του ουρανού
Θα νιώθεις από δω κι εμπρός μέσα στον κόσμο μόνος
προίκα σου θα ΄ναι ο πόνος κι εσύ καλός γαμπρός.
Θα ακούς του χρόνου τη ροή τον ήχο των πραμάτων
σεβντάδων και θανάτων την κρύφια τη βοή
και θα τροχίζουν τον καιρό τση λύρας οι δαιμόνοι
κι εσύ σφυρί κι αμόνι φωτιά με το νερό.
Ντούρου-ντούρου ντούρου-ντούρου ντα
με τα αγρίμια και τα λάφια νιώθω πιο κοντά.
Θα σπάσει ήλιε μου χρυσέ τση λύρας σου το τέλι
δαιμόνοι σαν αγγέλοι θα κλάψουνε για σε
κι από το δάκρυ τους πηλό στο πρόσωπο θα βάλω
κι ένα Θεό μεγάλο θα φτιάξω να γελώ.
Ντούρου-ντούρου ντούρου-ντούρου ντα
κι ο Θεός ανθρώπου δάκρυ πίνει και γλεντά.
Αν μια φωνή δε σε καλεί μην πας στο πανηγύρι
στο σπίτι νοικοκύρη σε θέλουν οι πολλοί
Είναι η λύρα μια πληγή μαχαίρι το δοξάρι κόρη
και παλληκάρι στου χρόνου την πηγή.
Ντούρου-ντούρου ντούρου-ντούρου ντα
χόρεψε μέχρι να σπάσεις τον παλιονοντά.