Αυτός ο άνθρωπος ακίνητος στο πλάι
μες στο δωμάτιο που βλέπει στο γιαλό
είναι ο πατέρας μου που φεύγει αργά
από έναν κόσμο αναίτιο μαγικό.
Πάνω στην πέτρα της ζωής πριν μεγαλώσει
βάζει φωτιά στο σπίτι του αφήνει το σχολείο
καπνίζει φλόγα πυρκαγιά
παντρεύεται κάνει παιδιά
και ξενιτεύεται σε τόπο μακρινό.
Βαριά του μοιάζει η χαρά
και σύντροφος η λύπη
γιατί δεν πρόλαβε ν’ ανθίσει
γιατί δεν είχε άλλο δρόμο
ότι και αυτός είχε αγαπήσει
μες στην ομίχλη
το χει αφήσει.
Και δε του φαίνεται πια
τίποτα γνωστό
μονάχα μια σκιά
στην άκρη του γκρεμού.
Σαν ένα ρόδο που ‘χε κάποτε μυρίσει
ξεφύτρωσε στη μνήμη του
σα νόμισμα χρυσό
που το ‘χε χάσει για καιρό
από έναν κόσμο
που ονειρεύτηκε να ζήσει.
Αυτός ο άνθρωπος ακίνητος στο πλάι
μες στο δωμάτιο που βλέπει στο γιαλό.