Είχες μια φέτα φεγγαριού στα διάφανα σου χέρια
και μες στα μάτια σου πουλιά
που φεύγανε για το νοτιά
στο δρόμο σου εκατοφύλλα έστρωσα να περάσεις
να δεις το φως τ’αληθινό
να βρεις τ’αθάνατο νερό
όλους να μας κεράσεις
Ύστερα ήρθαν δειλινά θολά και βουρκωμένα
άλλος ξεπούλησε φθηνά
άλλος αγόρασε ακριβά
κι όσοι ακόμα αντέχουνε
μες στο σκοτάδι φέγγουν
σαν σήματα φωσφορικά
σαν νυχτωμένα φορτηγά
Τα αιώνια κακός μπελάς
στα εφήμερα χρονοτριβώ
και συ στο αίμα μου κυλάς
σαν δηλητήριο αργό