Σε λίγο θα σβήσουν τα φώτα
η νύχτα θα βρει την πλατεία
ο θυρωρός μας δίπλα στην πόρτα
χαμογελά στην πελατεία.
Σε λίγο θα σβήσουν τα φώτα
η νύχτα θα βρει την πλατεία
ο Γιάννης, ο Πέτρος, η Γιώτα,
γαρδένιες τραγούδια κι αστεία.
Κουβέντες στην τύχη για κάποιον Μαρίνο
που κάνει τον κλόουν και τον θεατρίνο
και πάλι τραγούδια μαζί με φιλιά
στους δρόμους, στα πάρκα, σε κάποια σκαλιά.
Σε λίγο θα σβήσουν τα φώτα
η νύχτα θα βρει την πλατεία
πέντ’ έξι γκαρσόνια στη ρότα
που βγάζει γραμμή στα Χαυτεία.
Ταξί μοιρασμένο στα πέντε στα έξι
τσιγάρο φαρμάκι και ούτε μια λέξη
μονάχα ένα γεια σου κοντά στο πρωί
τι όμορφο πράγμα που είν’ η ζωή.
Σε λίγο θα σβήσουν τα φώτα
η αίθουσα τούτη θ’ αδειάσει
και κει στα τραπέζια τα πρώτα
θα `ρθει η ερημιά να κουρνιάσει.
Και τότε εγώ ο θεατρίνος,
ο κλόουν κι ο τραγουδιστής
στο καμαρίνι θα λουφάξω
ίδιος φονιάς, ίδιος ληστής.
Μπογιές και κρέμες και καθρέφτες
και κόσμος γύρω μου σωρό.
“Μπράβο σας είσαστε αρτίστας,
ήρθα για να σας συγχαρώ”.
Σε λίγο θα σβήσουν τα φώτα
κανείς δε θα μείνει εδώ γύρω
κι εγώ μοναχός μου όπως πρώτα
σε κάποια καρέκλα θα γείρω.
Σε λίγο θα σβήσουν τα φώτα
κι εγώ ο πολύς ο σπουδαίος
θα φύγω απ’ την πίσω πόρτα
σκυφτός, σιωπηλός, τελευταίος.
Προσμένοντας να ‘ρθει η νύχτα και πάλι
ν’ ανάψουν τα φώτα να αρχίσει η ζάλη
να νιώσω στο πάλκο πως είμαι ένα κάτι
κι ας πάω να πλαγιάσω σ’ ένα άδειο κρεβάτι.
Σε λίγο θα σβήσουν τα φώτα
η νύχτα θα βρει την πλατεία
μα σαν θα διαβείτε την πόρτα
μη πείτε πως το `λεγα αστεία.
Δεν ξέρετε τι είναι σκιά και σκοτάδι
μετά απ’ τον ήλιο μετά από το χάδι.
Δεν ξέρετε αλήθεια πόσο είναι φτωχοί
αυτοί που τα φώτα τους δίνουν ψυχή.