H ώρα δώδεκα και κάτι
κι η πολιτεία παίρνει μάτι,
σεργιάνι βγήκαν στα Xαυτεία
η τρέλα μου κι η αλητεία.
Βοριάς ξυρίζει τα ντουβάρια
περνούν αμάξια με οχτάρια,
ψυχές μου διψασμένα δέντρα
στου Σαββατόβραδου τα κέντρα.
Άλλος τα πίνει να ξεχάσει
κι άλλος να εξομολογηθεί,
να `χα τη δύναμη να φέρω
τα πάνω κάτω στη ζωή,
καρσί ο πόνος να περάσει
και η χαρά ν’ αναστηθεί.
Φούστα σχιστή, ψηλό τακούνι
και με χαλκά στο `να ρουθούνι
στης μπάρας τη βρεγμένη πλάτη
τα ρέστα δίνει μια σπαθάτη.
Στα χείλη σου ένα φύλλο μέντα
αχ, δε σου πήρα μια κουβέντα,
ρίξε μου γέφυρα και δίχτυ
μαζί να στρίψουμε ξενύχτι.