Βόλεψες τα χέρια σου στις φουσκωμένες τσέπες
που δεν υπάρχουν κέρματα για να σου τα παγώνουν.
Τα λόγια σου ηχούν σε μας σαν Τρίτη που `ναι αργία.
Βγήκες στης νύχτας τη σκιά, ντυμένος στα καλά σου.
Έριξες πέρα μια ματιά και ιστορείς
ανέκδοτα από τα παιδικά σου.
Είσαι σαν δρόμος βιαστικός
και όλοι σε ρωτάμε,
τα εκατό χιλιόμετρα,
στο κέντρο πώς τα πιάνεις;
Στο ξύλινο το πιάτο σου ξέρεις να τεμαχίζεις,
με τέχνη αξεπέραστη,
μυαλά, ψυχές και γλώσσες.
Έχεις μυαλό πορτοκαλί και ύφος μωβ βαμμένο,
κρύβεις με τέχνη την ουρά
κάτω απ’ το σακάκι.
Είσαι σαν δρόμος βιαστικός
και όλοι σε ρωτάμε,
τα εκατό χιλιόμετρα,
στο κέντρο πώς τα πιάνεις;