Ρίξε, Μάρκο, μια γλυκιά πενιά,
στ’ όνειρο ν’ ανοίξουμε πανιά
μέσ’ στον κόσμο αυτό, το σκοτεινό,
ρίξε λίγο φως αληθινό.
Στην άκρη τού παράδεισου, σ’ ένα μικρό πατάρι,
στον ύπνο μοπυ τρακάρισα το Μάρκο Βαμβακάρη,
σπαχάνι μαύρο έπινε, ίσαμ’ ένα καντάρι
και ξαπλωμένα πλάι του, δερβίσια στο χορτάρι.
Ρίξε, Μάρκο, μια γλυκιά πενιά,
στ’ όνειρο ν’ ανοίξουμε πανιά
μέσ’ στον κόσμο αυτό, το σκοτεινό,
ρίξε λίγο φως αληθινό.
Ο Μπαγιαντέρας κένταγε γλυκά το μπουζουκάκι
κι ο Μπάτης ετραγούδαγε με το μπαγλαμαδάκι,
την άκουσε και ο Θεός και στέλνει ραβασάκι
κι ο Άγιος Πέτρος άνοιξε για όλους το πορτάκι.
Ρίξε, Μάρκο, μια γλυκιά πενιά,
στ’ όνειρο ν’ ανοίξουμε πανιά
μέσ’ στον κόσμο αυτό, το σκοτεινό,
ρίξε λίγο φως αληθινό.
Δεν έχουμ’ εισιτήριο, ούτε και πασαπόρτι,
βάλε το χέρι στην καρδιά και μπες κι εσύ, ρε μόρτη,
ο μάγκας το `χει δίπορτο, το χάρο ξεγελάει,
στη ζήση και στο θάνατο, γουστάρει να γλεντάει.
Ρίξε, Μάρκο, μια γλυκιά πενιά,
στ’ όνειρο ν’ ανοίξουμε πανιά
μέσ’ στον κόσμο αυτό, το σκοτεινό,
ρίξε λίγο φως αληθινό.