Ας μη νοιάζεται κανείς
που έξω το ‘χω ρίξει,
έχ’ ο καθένας στη ζωή
βάσανα για να πνίξει.
Ψεύτικος που ‘ναι αυτός ο κόσμος,
ψεύτικος ο παλιοντουνιάς.
Γι’ αυτό κι εγώ στο ταβερνιό
μπαίνω για να μεθύσω,
τη φλόγα που ‘χω στη καρδιά
μες στο κρασί να σβήσω.
Να μη σας μέλλει αν γλεντώ
για κάντε μου τη χάρη,
έχ’ ο καθείς δικαίωμα,
να ζει όπως γουστάρει.