Αστράφτει το πανό, στο φως το δυνατό
τριγύρω νέφτι κουτιά και μπογιές
μείνανε μόνο τρεις, πήγε η ώρα τρεις
κι έχουν ακόμα σωρό τις δουλειές.
Ο Γιάννης τραγουδά, ο Πέτρος συζητά
και το τσιγάρο δε σβήνει ποτέ
η Μάχη σιωπηλά το μπρίκι αναζητά
ήρθε η ώρα να πιούνε καφέ.
Γιάννη σιγά ο Πέτρος έπαψε πια να μιλά
ηρθ’ η στιγμή που τ’ όνειρο πάλι σας προκαλεί.
Αύριο στις επτά, θ’ ανέβουν σαν στρατιά
χέρια ενωμένα πλακάτ και πανό
στους φίλους που απεργούν
με μια φωνή να πουν
θάρρος παιδιά είμαστε όλοι εδώ.
Τους βρίσκει το πρωί να φεύγουν σιωπηλά
χωρίζουν μ’ ένα απρόσωπο γεια
ξέρουν πως η ζωή, θέλει αναισθητικά
κι έχουν ακόμα δουλειά ως τις επτά.
Θα `ρθει καιρός που το ρολόι θα γυρίσει εμπρός
θα `ρθει στιγμή που τ’ όνειρο θα `χει πάρει ζωή.