Ακούω στην πόρτα τα κλειδιά σου όταν μπαίνεις
φοράς μια μάσκα ευτυχίας και επιμένεις
Γεια σου μωρό μου, όπως πάντα, θα μου πεις
ενώ γερνάω κάτω από το πέπλο της σιωπής.
Χίλιες και μία νύχτες, ξένοι πια, πλάτη με πλάτη
να φέρνεις πάντα τον καφέ μου στο κρεβάτι
κάτι με πνίγει και στο φως θέλει να βγει
είν’ η αλήθεια μέσα μου που γίνεται κραυγή.
Καμιά φορά σ’ αυτή τη γκρίζα μου φωλιά
στοιχειώνουν οι ήχοι από λόγια και φιλιά
θέλω να ανθίσω όπως παλιά στην αγκαλιά σου
ώσπου στην πόρτα ακούω πάλι τα κλειδιά σου