Όταν το πίνω το κρασί, περνάει ο καημός μου,
όλα τα πλούτη και καλά, τα βλέπω τότε εμπρός μου.
Θαρρώ πως είναι ο ντουνιάς, δικός μου και φωνάζω
βρε τι ζωή χρυσή είν’ αυτή, π’ όλο ποτήρια αδειάζω.
Όταν περάσει η μέθη μου, τα ίδια Παντελή μου,
αρχίζουνε τα βάσανα και όλοι οι καημοί μου.
Θυμάμαι όσους χρεωστώ, μανάβη και μπακάλη
κι ο μήνας που έγινε εννιά, τότε με πιάνει ζάλη.
Δεν είναι πια ζωή αυτή, τα ίδια Παντελή μου,
κρασάκι πρέπει για να πιω, να σβήσουν οι καημοί μου.
Κρασάκι, βρε κρασάκι μου, σε πίνω και μεθάω
κι όλα τα ντέρτια και καημοί, με σένα τα ξεχνάω