Ξεκίνησε ο σαλίγκαρος
μια μέρα με λιακάδα
να πάει απ’ το Αιγάλεω
στη θειά του στη Γλυφάδα.
Και σερνότανε στο δρόμο
με το σπίτι του στον ώμο,
ο σαλίγκαρος.
Στα τρία μέτρα που `κανε
τον βρήκε στο βραδάκι
και μπήκε στο καβούκι του
να κοιμηθεί λιγάκι.
Το πρωί ξανά στο δρόμο
με το σπίτι του στον ώμο,
ο σαλίγκαρος.
Για στάσου βρε σαλίγκαρε
άδικο κόπο κάνεις
σε μια ζωή ολάκερη
όπως το πας δε φτάνεις.
Και σταμάτησε στο δρόμο
με το σπίτι του στον ώμο,
ο σαλίγκαρος.