Ω να σπάσουν οι πέτρες να λυγίσουνε τα θυμωμένα σίδερα,
ο αφρός να φτάσει ως την καρδιά ζαλίζοντας τα θεριεμένα μάτια.
Η θύμηση να γίνει ένα κλαδάκι δυόσμου αμάραντο
κι από τη ρίζα του να ορμήσουν άνεμοι γιορτής.
Εκεί να γείρουμε το μέτωπο, τ’ αστραφτερά μας πράγματα
να `ναι κοντά στην πρώτη απλοχεριά του πόθου,
η κάθε γλώσσα να μιλεί την καλοσύνη της ημέρας.
Ήμερα να χτυπάει στις φλέβες ο παλμός της γης.