Νιώθω καλά πως κάποιος μπήκε στο δωμάτιο
κι ας είχα πόρτες και παράθυρα κλεισμένα
κρατάει εκείνο το αξόφλητο γραμμάτιο
και παζαρεύει τη ζωή μου ή τα γραμμένα.
Παίρνει ένα σέλας πολικό και ταξιδεύει
λιμάνι κάθε μου στιγμή παραδομένη
μου λέει “Κοίτα πως το ακραίο δραπετεύει
σε άλλα σώματα και τίποτα δεν μένει”.
Μένει το πάθος το αδικαίωτο, στοιχειώνει
πάνω στο όριο το παραβιασμένο,
πληγή αγιάτρευτη που τώρα πια ματώνει
πάνω στον άσαρκο και τρομερό μου ξένο.
Γυρίζει η λάμπα μου γυναίκα κρεμασμένη
κι εγώ επιστρέφω με τα βέλη των οικείων
και με μια απόφαση αποκεφαλισμένη
βλέπω τα σύνορα ουρανού και Εξαρχείων.
Μ’ αυτός που ήρθε με απαιτήσεις μες στη σκέψη
κρατάει τον λόγο της επίσκεψης κρυμμένο
και πρέπει εγώ να του ζητήσω να χορέψει
πάνω απ’ τον βίο μου τον εκτροχιασμένο
Γι’ αυτό το πάθος το αδικαίωτο που λιώνει
αυτό το όριο το παραβιασμένο,
κι από τον θάνατο που μέσα μου φουντώνει
φυτρώνει σάρκα για τον τρομερό μου ξένο
Αυτός που έψαχνε απόψε για λιμάνι
και έφερε πίσω το κρυμμένο τ’ όνομά μου
μόνο η αγάπη τον κρατά να μην πεθάνει
και αγαπάει τον νεκρό μες στην καρδιά μου