Μες στην ταβέρνα από βραδύς άραξε σε μιαν άκρη
πίνει καπνίζει σκεφτικός κι αργοκυλά το δάκρυ
με τα μάτια βουρκωμένα σίγοτρά σιγοτραγουδάει θλιμμένα
Φτάνουν βαθιά μεσάνυχτα το καπηλειό σφαλίζει
μα ο λεβέντης που πονά στο σπίτι δε γυρίζει
μες στις στράτες ξημερώνει δεν κοιμάται μαραζώνει
Γελάστηκε κι αγάπησε μα αντί να βρει συμπόνια
με μια γυναίκα άστατη βρήκε την καταφρόνια
τι λεβέντης αχ τι κρίμα μιας γυναί μιας γυναίκας να ‘ναι θύμα