Ο λάκκος με τ’ αστεία που σκάβω από παιδί
η τέλεια ληστεία που έχω σκαρφιστεί
με σφίγγει σαν παπούτσι ντόπιο και μπαλωμένο
στο χείλος του Ζαλόγγου το τέλος περιμένω
Θέλω να πέσω μέσα
σε χάχανα και γέλια να πνιγώ
να γίνω πριγκιπέσα
της μάνας μου τα ρούχα να φορώ
να χαθώ
Με δώρο μια κιθάρα ασπίδα του μπαμπά
που πήρα με δεκάρι στα μαθηματικά
Τα πρώτα τραγουδάκια με στίχους τολμηρούς
με διώχνουν από κύκλους αντιστασιακούς
Είπα θα πέσω μέσα
σε χάχανα και γέλια να πνιγώ
να γίνω πριγκιπέσα
της μάνας μου τα ρούχα να φορώ
να χαθώ
Το τσίρκο που ‘χω στήσει, το υπόγειο μαγαζί
βουλιάζει και με παίρνει και μένανε μαζί
Βουτάω το μαύρο χιούμορ σε έγχρωμη οπή
και δάχτυλο Κυρίου μου γνέφει σιωπή
Γι’ αυτό θα πέσω μέσα
σε χάχανα και γέλια να πνιγώ
να γίνω πριγκιπέσα
της μάνας μου τα ρούχα να φορώ
να χαθώ
Θέλω να πέσω μέσα
σε χάχανα και γέλια να πνιγώ
να γίνω πριγκιπέσα
της μάνας μου τα ρούχα να φορώ
να σωθώ