Ένας κύκνος, σαν πεθαίνει,
τραγουδά αντί να κλαίει.
Κι όλοι γύρω του ακούνε
σαν αρχίζει να τους λέει…
«Συγχώρα μ’, αδερφέ μου,
που το χέρι δε σου απλώνω.
Συγχώρα μ’, αδερφέ μου,
τα φτερά μου αν διπλώνω.
Δεν μπορώ να πετάξω με σας…
Δεν μπορώ να πετάξω με σας…
Εσείς πουλιά τριγύρω
συγχωρήστε με ένα ένα,
που φεύγω, ξεμακράινω
με φτερά που ειν’ διπλωμένα.
Δεν μπορώ να πετάξω με σας…
Δεν μπορώ να πετάξω με σας…
Συγχώρα με, αγέρα,
που πετώ σε νέους τόπους.
Και σεις, γαλάζια ύψη,
πέστε αντίο στους ανθρώπους.
Δεν μπορώ να πετάξω με σας…
Δεν μπορώ να πετάξω με σας…
Ω γλυκιά μου ελευθερία,
με τη διαμαντένια όψη,
μόνο έδρες σου μου δείχνεις
κι εγώ σε γυρεύω όλη.
Εγώ θέλω να μην κλαίω,
μη γελώ, να μην πονάω,
να μη χαίρομαι, μη βρίζω,
μην αρνιέμαι, μη ζητάω.
Μη μου δίνουν, να μη δίνω,
μην πιστεύω, μην πιστεύουν,
μην τραβώ, μη με τραβάνε,
να μη ζω, να μη πεθαίνω.
Ω γλυκιά μου ελευθερία
με τη διαμαντένια όψη,
θεϊκή ανυπαρξία,
σε ζητώ, σε θέλω όλη».
Ένας κύκνος, σαν πεθαίνει,
τραγουδά ν’ ακούσουν όλοι.
Κι όταν ξέρει πως ακούσαν,
σαν αιθέριο χάδι φεύγει…
«Ω γλυκιά μου ελευθερία,
με τη διαμαντένια όψη…»