Φεύγει το πλοίο και μας χαιρετά
κλείνει το μάτι του και χαμογελά
αλλάξαν λέει τα σημεία της γης
κι ο χρόνος τώρα είναι πια συμπαγής
Ίδια η θάλασσα χωρίς μια σκιά
λες και έχει πάψει πια του κόσμου η καρδιά
λευκό μαντήλι, ματωμένη σιωπή
στην νηνεμιά μια γυμνή αστραπή
Πάει χαμένο σε σπονδή το κρασί
ποιος φεύγει το καράβι ή το νησί;
έχω γεράσει και δεν βλέπω από ‘δω
ποια είναι η Πηνελόπη, ποια η Καλυψώ
Είχα δει καπνό μα πού έχει κρυφτεί;
γλυκιά πατρίδα είσαι γλυκιά φυλακή
βρήκα μονάχος μου για μένα χρησμό
καλύτερη η πορεία από τον προορισμό
Τέλειωσε η μπόρα και βγήκες στεγνός
κλειστός λόγω έργων ο παράδεισος
ένα κορμί δίχως γη κι ουρανό
τα χρόνια κυλήσανε σαν το νερό
Και να που Όμηρε το βλέπεις κι εσύ
δεν φαίνεται στον χάρτη αυτό το νησί
ποιος ξέρει ποιος σαλπάρισε στο γιαλό;
ο Οδυσσέας ή μήπως η Καλυψώ;
Και να που Όμηρε το βλέπω κι εγώ
ο Οδυσσέας ή μήπως η Καλυψώ;
ποιος ξέρει ποιος σαλπάρισε στο γιαλό;
ο Οδυσσέας ή μήπως η Καλυψώ;