Μάνα μια κόρη που είδα γώ
στον ποταμό να
να πλένει
μα είχε ασημέ
μωρέ ασημένιο κόπανο
Μα είχε ασημένιο κόπανο
και πλάκα μαρμαρένια
πώς να ήταν να
ωρέ να τη φίλαγα
Πώς να ήταν να τη φίλαγα
και δίνω τ’ άλογό μου
κι αν δεν της φτά
ωρέ φτάσει τ’ άλογο
Κι αν δεν της φτάσει τ’ άλογο
δίνω και τ’ άρματά μου
κι αν δεν της φτά
ωρέ φτάσουνε κι αυτά
Κι αν δεν της φτάσουνε κι αυτά
και πεντακόσα γρόσα μοναχά να
ωρέ να τη φίλαγα