Εκείνοι που με λιθοβόλησαν δεν ζούνε πια,
με τις πέτρες τους έχτισα μια κρήνη.
Στο κατώφλι της έρχονται χλωρά κορίτσια.
Τα χείλια τους κατάγονται από την αυγή,
τα μαλλιά τους ξετυλίγονται βαθιά στο μέλλον.
Έρχονται χελιδόνια, τα μωρά του ανέμου.
Πίνουν πετούν να πάει μπροστά η ζωή.
Το φόβητρο του ονείρου γίνεται όνειρο,
η οδύνη στρίβει το καλό ακρωτήρι.
Καμιά φωνή δεν πάει χαμένη στους κόρφους τ’ ουρανού.
Ω αμάραντο πέλαγο, τι ψιθυρίζεις πες μου!
Από νωρίς είμαι στο πρωινό σου στόμα
στην κορυφήν όπου πρόβαλ’ η αγάπη σου.
Βλέπω τη θέληση της νύχτας να ξεχύνει τ’ άστρα,
τη θέληση της μέρας να κορφολογάει τη γη.
Σπέρνω στους κάμπους της ζωής χίλια μπλαβάκια,
χίλια παιδιά μέσα στο τίμιο αγέρι.
Ωραία γερά παιδιά που αχνίζουν καλοσύνη
και ξέρουν ν’ ατενίζουν τους βαθιούς ορίζοντες
όταν η μουσική ανεβάζει τα νησιά.
Χάραξα τ’ όνομα το αγαπημένο
στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς,
στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας.