Την πέτρα ρώτησα να πει τι ξέρει και αντέχει
κι εκείνη μου ‘πε: τη σιωπή για μυστικό της έχει
τ’ αστέρι ρώτησα μετά, τι έχει μάθει ως τώρα…
Τα χίλια χρόνια, μ’ απαντά, περνάνε σε μιαν ώρα
Και πάνω ο ήλιος μια πηγή, μια κόκκινη κηλίδα,
λάβα το φως αιμορραγεί να κάψει ό,τι είδα.
Το χώμα ρώτησα ξανά, παλιά αν ήταν σώμα
και μου ‘πε: τα ψηλά βουνά κι αυτά θα γίνουν χώμα.
Κι ύστερα εσένανε ρωτώ το νόημα του κόσμου
και λες: το χέρι σου κρατώ κι εσύ είσαι δικός μου
Και πάνω ο ήλιος μια πηγή, μια χρυσαφένια βρύση,
νερό το φως του να πνιγεί όποιος θέλει να ζήσει.