Πέτρωσε το χέρι, δίκοπο μαχαίρι.
Όνειρο χαμένο μακρινό μου αστέρι,
πόρτες που μονάχες τους ανοίγουν
ο νοτιάς κι η θάλασσα τις πνίγουν.
Νιότη σ’ ανέβασα ψηλά πάνω
στου ανέμου τα φτερά.
Είχα μιαν αγάπη ένα χελιδόνι
ματωμένος ήλιος πεινασμένο αλώνι
κι ήρθε ο χάρος με χρυσό δρεπάνι,
τρέχω τρέχω κι η ζωή δε φτάνει.
Νιότη σ’ ανέβασα ψηλά πάνω
στου ανέμου τα φτερά.
Στέγνωσε η καρδιά μου πού να ξαποστάσω,
την ψυχή μου ανοίγω στη κορφή να φτάσω.
Μια φωνή τη γύμνια μου να ντύσω,
ένα φως την δίψα μου να σβήσω.
Νιότη σ’ ανέβασα ψηλά πάνω
στου ανέμου τα φτερά.