Άνοιξα το συρτάρι μου
σήμερα παλικάρι μου
για να το συγυρίσω
και ένιωσα καμάρι μου,
ελπίδα και φεγγάρι μου
πως θα λιποθυμήσω.
Αχ, πια δεν μπορώ να ζήσω.
Γιατί μέσα σε φάκελο
αντάμα μ’ έναν άγγελο
σ’ είδα ζωγραφισμένο
κι ένιωσα ρίγος άθελο
που για ένα πείσμα άμυαλο
τον έχεις χωρισμένο.
Αχ, αυτό το επιμένω.
Γύρνα στο πλάι της ξανά,
στα όνειρά της τα ορφανά
να φέρεις τη ζωντάνια
κι από θολά και μελανά
να γίνουν λαμπερά κι αγνά
αγάπης πυροφάνια.
Αχ, να φύγει η ορφάνια.