Η νύχτα γέμισε φιγούρες από κάποιο φιλμ νουάρ
κι εγώ ξεχασμένος κομπάρσος σ’ ένα κόσμο ωχρό και άτονο.
Κάρφωσες τα μάτια σου στα μάτια μου κάθισες δίπλα μου στο μπαρ
η φωνή σου λυγμός γεμάτη παράπονο.
Εκείνη την ώρα δεν υπήρχε αμαρτία, δεν υπήρχε Θεός
κι ούτε κόλαση, μονάχα εσύ.
Η νύχτα μύριζε ταμπάκο και χυμένο αλκοόλ
ένας ύποπτος καπνός μ’ είχε ζαλίσει κι όλα θαμπά μα υπέροχα,
ακούμπησες το σώμα σου στο σώμα μου
και ζήτησες φωτιά προκλητικά, τα μάτια σου γεμάτα αμαρτία ένοχα.
Εκείνη την ώρα δεν υπήρχε αμαρτία, δεν υπήρχε Θεός
κι ούτε κόλαση, μονάχα εσύ.