Μην ξημερώ μην ξημερώνεις, μαύρη αυγή,
μην ξημερώ μην ξημερώνεις, μέρα,
γιατί έχω βάσανα βαριά και δεν τα βγάζω πέρα.
Μαύρο ξημέρωμα, βαρύ,
μαύρη κι αβάσταχτη ζωή.
Η ώρα που η ώρα που γεννήθηκα
ήταν κατα ήταν καταραμένη,
ήτανε μαύρη, θλιβερή, ώρα σκοτεινιασμένη.
Μαύρο ξημέρωμα, βαρύ,
μαύρη κι αβάσταχτη ζωή.
Βρε μοίρα δεν βρε μοίρα δεν κουράστηκες
να με παιδε να με παιδεύεις τόσο,
το τελευταίο χτύπημα δώσ’ μου το να γλιτώσω.