Σε δημοτικό γηπεδάκι, το βραδάκι
συρμάτινο πλεχτό κι από πάνω ένα φωτάκι
τον σκούφο του φορώντας τριπλάρει ολομόναχο
και λέει μονολογώντας:
Πως μου την σπάνε οι γονείς μου, Θεέ μου
κι οι φριχτοί συμμαθηταί μου
και η Καίτη κι η μικρή της αδερφή από πλάι
που παίρνει το μέρος τους και μου την σπάει
Μου την σπάνε αράδα
θεολόγους στριμάδα Λυκειάρχου προβοσκίς
κι η φιλόλογος ψωνάρα, του Μεγάρου Μουσικής
η δημόσια εικόνα, τα παραισθησιογόνα
οι ομάδες, οι ροκάδες, οι σταθμοί και οι φυλλάδες
Οι εξάρσεις του εθνικού μας βίου
κι ο προγυμναστής του φροντιστηρίου
όλος πιτυρίδα, μούσι και τσαντάκι
ενημερωμένος από τον Κακαουνάκη
Δεκαπέντε χρονώ τι ‘ναι αυτό το κενό που μου κρύβετε…
ορμάει με το μπουφάν του
Τι σόι τόπος τυφλός κι ακυβένητος
βροντάει τη μπασκέτα του
και πως είμαι έτσι εγώ τερατόμορφος
στο θόλο του απεράντου
Πολιτείας εφιάλτης ορθός
είμαι αυτός ο βυθός, ναι!
Είμαι κιόλας νεκρός, ναι!
Λυσσασμένος για φως, ναι!
Το κοινό! Πού να βρίσκεται κρυμμένο
Γιορτινό! Μακρινό κι αγαπημένο
το κοινό! Στον εαυτό μου να βουτήξω
Και στα βάθη του ν’ αγγίξω ουρανό.
Γέρνει ο ήλιος μες στων αφρών το περιδέραιο
Σκόνες φωτεινές απ’ τις περσίδες ως το στέρεο
Κι αφήνεται στο πλάι με κάννες και τριαντάφυλλα
και μέσα του βουτάει.
Στην στιγμή τα λαμπιόνια ανάβουνε
προβολείς του βυθού μας χτενίζουνε
κι αποσπούν ένα ένα τα πρόσωπα
γελαστά προς τα εδώ ταξιδεύουνε
με αλογάκια κουρδιστά κι ανεβαίνουνε
καβαλώντας αυλές και μαντρότοιχους
στον ρυθμό μιας ομάδας που παίζαμε
Και μου λένε:
“Άμα κάνεις μια βουτιά στον εαυτό σου
δε θα βρεις τον εαυτό σου
αλλά όλους τους άλλους
τους μικρούς και τους μεγάλους
γιατί ο χρόνος είναι ένας
και δεν πέθανε κανένας
και αφήνει πάλι γένι, ένι μένι ντουντουμένι
σαν αυτόν τον στιχουργό
που δεν βγήκε απ’ τ’ αβγό
Και σε βρήκε στο ρεφρέν του
κι άκου το ανακοινωθέν του…”
Η αφεντιά σου λοιπόν δεκαπέντε χρονών και βαρέθηκε
κι απ’ την έξω ερημιά προς τα μέσα νερά καταδύθηκε.
Η από μέσα σου ελεύθερη πτώση
της γενιάς σου το στίγμα θα δώσει
αθλοφόρε του εσώτατου χώρου
και μετά θα μας δεις σε βουή καταιγίδας
σαν τους κρίκους μακράς αλυσίδας
ή χλωρίδας που σπρώχνει διαρκώς
μέσ᾿ απ’ τ’ άνοιγμα που `χει ο βλαστός
το λουλούδι κι ας είσαι μικρός
της διάσωσης το έργο θα νιώσεις
την συντήρηση ως πάθος θα υψώσεις
όσο πάει και πιο ακραία θα κινείσαι
και θα χάνεις τον εαυτό σου και θα είσαι
τελευταίος κρίκος κι ένας
της σειράς και της καδένας προς το φως…
Μας ακούει; θαρρώ πως κοιμάται
και το walkman στο στήθος του ανάβει
το αστεράκι του χειμώνα
και το εν του νέου αιώνα
του σχολειού του η τάξη είναι εκεί
ξαφνική μουσική!
Των ηρώων η γενιά θα ονομαστεί
έρχονται απ’ το μέσα ταξίδι
στο κοινό Θεού και χώρας θα ορκιστεί
ξεσφραγίζουν. κυλάει ο βράχος
στου αιώνα της την πρώτη ανθοφορία
σ’ ένα δάσος με λαμπάδες που δε θα `βρεις μονάχος
με της πόλης τον χιτώνα θα ντυθεί
Θα με δει, τον λαιμό του γυρνάει να με δει
σαν παιδί που απ’ το κοινότερο έχει χρεία
ο δικός μου μικρός μονομάχος.