Φεύγουν της χαράς τα φεγγάρια μακριά,
κλείνουν τα φτερά και φεύγουν,
σβήνουν στ’ ανοιχτά διψασμένα πουλιά,
χάνοντ’ αργά σ’ ένα μαύρο καθρέφτη.
Γίναν πληγές και σιωπές οι στιγμές,
στους δρόμους αμίλητα μάτια,
γίναν πληγές και γυαλιά οι στιγμές,
παντού σκοτεινές διαδρομές.
Μα μια στάλα φως σε μια γωνιά θα περιμένει,
νύχτα παγωμένη, με τον ήλιο σβηστό,
μια σταγόνα φως, θ’ ανάψει πάλι όλα τ’ αστέρια,
θα ‘ρθουν καλοκαίρια μ’ ένα κύμα ζεστό.
Χρόνια σαν φωτιά, όλο αγκάθια και σκουριά,
τρύπια τα σκαλιά του κόσμου,
πήραν, αν το θες, πεινασμένες αφορμές.
τ’ αύριο, ποτάμι βαθύ και κρυμμένο.
Γίναν πληγές και σιωπές οι στιγμές,
αδειάσαν του ονείρου τα μάτια,
γίναν πληγές και γυαλιά οι στιγμές,
γυρνάν οι σελίδες κενές.
Μα μια στάλα φως σε μια γωνιά θα περιμένει,
νύχτα παγωμένη, με τον ήλιο σβηστό,
μια σταγόνα φως θ’ ανάψει πάλι όλα τ’ αστέρια,
θα ‘ρθουν καλοκαίρια μ’ ένα κύμα ζεστό.
Μια σταγόνα φως.