Εφημερίδα πάνω στον πάγκο
Μεσημεράκι άρα μισή
Τον λέγαν Μάνθο τον λέγαν Βάγγο
Της Εσκενάζυ κλαίει η φωνή
Ανάβω πάλι το καμινέτο
Λίγο να φτιάξω καφέ πικρό
Ούτε και πέρσι μα ούτε και φέτο
Δεν έχεις έρθει για να σε δω
Μόνο μου ταχυδρόμησες
Από μια χώρα ξένη
Μ’ ένα γραμματόσημο
Την πίκρα συστημένη
Σε μια κορνίζα στο μαγαζάκι
Ένα καράβι με ναυτικούς
Αργοπεθαίνω κάθε βραδάκι
Σου το φωνάζω μα δεν τ’ ακούς
Παίρνω μολύβι για να σου γράψω
Πάνω στο άσπρο ψυχρό χαρτί
Σκορπάει η ζωή μου και πού να ψάξω
Την πάει ο αγέρας εδώ κι εκεί