Μες στην έρημη τη νύχτα
και μες στη βαθιά σιωπή,
αρχινά ένα παλικάρι
το τραγούδι του να πει.
Είν’ αργό και λυπημένο,
από την καρδιά βγαλμένο,
ωωωωω.
Τι καημό έχει στα στήθια,
μια κοπέλα ξέρει μόνο
και ακούει με λαχτάρα
το τραγούδι που `χει πόνο.
Το τραγούδι είναι θλιμμένο
κι έχει κάτι απ’ την ψυχή,
είν’ ο πόνος που δεν έχει
ούτε τέλος, ούτ’ αρχή.
Είν’ ατέλειωτο σαν κλάμα,
είναι πικραμένο γράμμα,
ωωωωω.
Τι καημό έχει στα στήθια,
μια κοπέλα ξέρει μόνο
και ακούει με λαχτάρα
το τραγούδι που `χει πόνο.
Μες στην έρημη τη νύχτα,
με του φεγγαριού το φως,
τραγουδά το παλικάρι
κι είναι ο πόνος του φριχτός.
Και με το τραγούδι λέει
για τη φλόγα που τον καίει,
ωωωωω.
Τι καημό έχει στα στήθια,
μια κοπέλα ξέρει μόνο
και ακούει με λαχτάρα
το τραγούδι που `χει πόνο.