Μάνα μου, γιατί να με γεννήσεις,
βάσανα να νιώσω και στερήσεις,
στην ψευτιά αυτού του κόσμου
να ’μαι πάντα μοναχός μου,
μες στους πέντε δρόμους να γυρνώ;
Ήτανε ανάγκη να με βγάλεις
σε φουρτούνες τόσες να με βάλεις,
σε καημούς και σε μεράκια,
και να πίνω όλο φαρμάκια
στη βασανισμένη μου ζωή;
Τ’ ήθελες και μ’ έφερες δω πέρα,
να μη δω ποτές μιαν άσπρη μέρα,
να γυρίζω σαν αλήτης
άφραγκος κι ερημοσπίτης,
κουρελιάρης πάντα και φτωχός;
Μάνα μου, κακό που μου ’χεις κάνει,
γιατρικό κανένα δε με πιάνει
ως κι αυτή που ’χω αγαπήσει
μ’ έχει, μάνα μ’, απατήσει,
μου ’κανε ρημάδι την καρδιά.