Ήμουνα οκτώ μα ξύπναγα στις έξι
γιατί φοβόμουν τη μαμά πάλι μη μου τις βρέξει.
Αντέγραφα στο καλό την ορθογραφία
γιατί όταν λάθη έκανα δεν είχα μια ευκαιρία.
Τα χρόνια όμως πέρασαν και έφτασα στην έκτη
σε λίγο αλλού θα πήγαινα, μα μ’ είχαν κάνει ψεύτη.
Είχα γίνει οπαδός της παπαγαλίας
για μια τζίφρα του κακού, άνευ σημασίας.
Μπήκα στο γυμνάσιο, μακρύ μαλλί και flight
κι ένα τσιράκι του κακού μου είπε αυτό μετράει.
Για να τα πας εδώ καλά ν’ αλλάξεις αντιλήψεις
ποτέ δε βλέπεις τα στραβά, κατά στις καταλήψεις.
Πέτυχε το αντίθετο μ’ αυτές τις λίγες λέξεις
κι απ’ το μυαλό μου πέρασαν οι παρακάτω σκέψεις.
Να μπω στις πέντε το πρωί να κλείσω το σχολείο
αφού όλο το σύστημα είναι κωλοχανείο.
Τα μάτια μου όμως άνοιξα και κοίταξα μπροστά μου
είδα τριγύρω γκόμενες μα είχα τα κιλά μου.
Ξέχασα το στοίχημα, ξέχασα την τάξη
κι έγινα ένας κυνηγός με όπλο F16.
Μα οι γκόμενες που γούσταρα πήγαιναν με μεγάλους
αυτοί όμως τις έφτυναν κι αυτές έβρισκαν άλλους.
Για μισή ώρα ευχαρίστησης, τρεις εβδομάδες ψέμα
εγώ όμως τους την έκανα και βρήκα μια παρθένα