Άσπρο μαύρο το πλακάκι, τώρα κάτω το μαλλί,
χτύπαγες το τακουνάκι, ξύπναγε η ανατολή.
Κεντημένο γιακαδάκι, φιλντισένιος ο λαιμός,
τίκι τακ το πασουμάκι, ξύπναγε και ο Θεός.
Το γλυκόλαλο μπουζούκι άρχιζε τον αμανέ
κι άνοιγες σαν το μπουμπούκι, της καρδιάς μου ουρανέ.
Κι όταν έπεφτε η μπούκλα και βουτούσε στον καφέ,
δεν υπήρχε άλλη κούκλα μέσα στο “Κουλέ Καφέ”.
Φέρτε κούπες, φέρτε ντέφια, φέρτε ούζα για να πιω,
η ψυχή μου έχει κέφια κι ας σηκώνω και σταυρό.
Ό,τι έχω ας το χάσω, στην αγάπη θα το βρω