Ροδοκοκκίνισε η αυγή, η μέρα να περάσει,
άνοιξε το παράθυρο στη γειτονιά να λιάσει.
Την καλημέρα σου ‘φερα σ’ ένα ματσάκι ρόδα,
πως θα σε κάνω ταίρι μου όνειρο απόψε το ‘δα.
Την καλημέρα σου ‘φερα σε πήλινο φλιτζάνι,
να την ε πιει τ’ αχείλι σου, η μέρα να γλυκάνει.
Μήδε νερό, μήδε ψωμί στο στόμα μου δε βάνω,
την καλημέρα α(ν) δε σου πω, μιαν εμιλιά δε βγάνω.
Πρωί ‘ναι και ξημέρωσε, ντύσου και βγες στη βρύση,
για να σε δουν τα μάτια μου, ο νους ν’ αναντρανίσει.
Με την ελπίδα να σε δω ξελησμονώ τους πόνους
και με την καλημέρα σου βγάνω φτερά στους ώμους.