Θυμάμαι χρόνια που χτυπούσε η καρδιά
ανάσα, έξαψη, φωτιά τα μάτια να φωτίζει
βγαίναμε, παίρναμε τους δρόμους αγκαλιά
αγάπης κύμα που χτυπά και πλημμυρίζει.
Μα πως βρεθήκαμε σε δάσος μαγεμένο
άχρηστα έγιναν τα μάτια και τ’ αυτιά
έχει ο καθένας μας το όνειρο χαμένο
και η ψυχή μας πια παράθυρα κλειστά.
Για πάντα λέγαμε θα μείνουμε με παιδιά
να ζούμε έντονα τις νέες συγκινήσεις
τα ξημερώματα μιλούσαν τα ποτά
και θρίαμβεμβαν οι βαθιές αναζητήσεις.
Όλη η ζωή μας τώρα ένα απωθημένο
μας πήρε μπάλα μας κατάπιε η σκιά
το φεγγαρόφωτο στην πόρτα μας χυμένο
κι εμείς κοιτάμε από τα τζάμια τα διπλά.
Κλειδώσαμε και έμεινε απ’ έξω η επαφή
γλιστρήσαμε και πέσαμε στην νέα εποχή.
Στη μοναξιά του πρώτου
στη θλίψη του τετάρτου
στην ερημιά του έκτου
στης απουσίας την αντοχή.
Εγώ και οι φίλοι μου χαθήκαμε απλά
αχ να τους είχα εδώ απόψε στην γιορτή μου
στον όροφο μου το ασανσέρ δε σταματά
μόνο μηνύματα γραπτά στην συσκευή μου.
Μα πως βρεθήκαμε σε δάσος μαγεμένο
άχρηστα έγιναν τα μάτια και τ’ αυτιά
έχει ο καθένας μας το όνειρο χαμένο
και η ψυχή μας πια παράθυρα κλειστά.