Είσαι, ψυχή μου, η κόρη που τη σβήνει
ολοένα κάποιος έρωτας πικρός
που λησμονήθηκε κοιτώντας προς
τα περασμένα κι έτσι θ’ απομείνει.
Κατάμονη σε μι’ άκρη, όπως εκείνη,
σε παρατούν ο κόσμος, ο καιρός.
Ένας ακόμη θα ‘σουνα νεκρός
αν οι νεκροί δεν είχαν τη γαλήνη.
Σαν αδελφούλα η κόρη αυτή σου μοιάζει
που γέρνει, συλλογίζεται κι αργεί
χαμένη ευτυχία να νοσταλγεί.
Δικό σου λέω, ψυχή μου, είναι μαράζι
όσα το βράδυ δάκρυα, την αυγή
στα ρόδα κατεβαίνει και μοιράζει.