Κοντά στην ακροποταμιά
που κλαίει τη νύχτα η καλαμιά
και το νερό σωπαίνει
βγαίνει σαν άστρο λαμπερό
και καρτερεί και καρτερεί
η Πικραγαπημένη.
Σαν την οχιά στην ερημιά
αίμα βυζαίνει απ’ τα κορμιά
κι εκείνη δεν πεθαίνει
μα σιγολιώνει σαν κερί
όποιος στα μάτια τη θωρεί
την Πικραγαπημένη.
Άλλη δε γνώρισα καμιά
με τόση λάσπη και βρωμιά
κι αγάπη ζυμωμένη
μα θα γυρίσουν οι καιροί
κι αίμα να πιει δε θα μπορεί
η Πικραγαπημένη.