Άδεια της Αθήνας Κυριακή
Βόλτα μόνος και ψιλή βροχή
Τέσσερις τ’ απόγευμα σκυφτός
Κι ένας δρόμος μπρος μου ίσιος κεντρικός
Πανεπιστημίου ντυμένη
Δικαιοσύνη και τρόλεϊ μπας
Στο καυσαέριο φλομωμένη
Γίνομαι γιος σου κι όπου με πας
Περπατώ εις τους δρόμους
Όταν ο κόσμος δεν είναι εδώ
Κόσμε κόσμε είσαι εδώ;
Είσαι!
Αλλά ονειρεύεσαι κοιμάσαι ερωτεύεσαι
Δώστε μου το χέρι σας
Κι ελάτε μαζί μου μια βόλτα
Στις όχθες της Πανεπιστημίου
Έτσι τις λέω εγώ όχθες.
Αρχίζει η περιήγηση
Ναι ξέρω. Είσαστε τέσσερα
διπλωματούχα ζητιανάκια
η μητέρα στο «Παίδων»
ο πατέρας στου «Συγγρού»
η μικρή αδερφή στο «ΚΑΤ»
κι η μεγάλη στο ΚΑΤΕ
όχι δε σας δίνω δεκαράκι τσακιστό
εδώ είναι επίσημος δρόμος
κάτω από τον Άρειο Πάγο απαγορεύεται η ζητιανιά
Ούτε κι απέναντι
απέναντι είναι του Φλόκα
Εκεί όλοι τρώνε αφορολόγητη σαλάτα «Νισουάζ»
Οι περισσότεροι είναι ξένοι
εκτός από τον Γκάτσο και τον Χατζιδάκι
είναι οι μόνοι ιθαγενείς
Προχωράμε
Γωνία Βουκουρεστίου και Πανεπιστημίου
Συναντάμε τις φωτογραφίες
Του Δημήτρη Μυράτ και της Βούλας Ζουμπουλάκη
«Απόψε δεν αυτοσχεδιάζουμε»
Παρακάτω είναι η βιτρίνα της αεροπορίας
Θέλετε να καταταγείτε στην Αεροπορία;
Ω σας είδα που κοιτάγατε γι’ αυτό ρώτησα
Είσαστε δεκαοχτώ χρονών;
Ηλικία ορόσημο
Εγώ στα δεκαοκτώ ήθελα ν’ αυτοκτονήσω
Ωωω όχι εγώ κοιτούσα δίπλα
την βιτρίνα με τις γούνες
Μα για όνομα του Θεού μη με μπερδεύετε
εγώ νέος; Νέος για την Ολυμπιακή αεροπορία
Όχι την Πολεμική!
Χάρηκα πολύ γεια σας
Προχωρώ
Να κι η βροχή
ανοίγω ομπρέλα
Ανοίγεις ομπρέλα κλείνεις ομπρέλα
Όλοι σε κοιτούν στα μάτια
Να κι η ομίχλη
Αυτή η ομίχλη μ’ αποστειρώνει
Ας πάω τοίχο τοίχο
Όταν περπατώ στην Πανεπιστημίου
Πάντα συναντώ τις μέρες τις παλιές
άνδρες μαθητές του παλιού σχολείου
Και παιδιά που βγήκαν βόλτα από το χτες
Μοιάζουν ζωντανά πρόσωπα φευγάτα
Κι αν δεν τους μιλώ είναι από ντροπή
άλλαξε η ζωή πήραμε άλλη στράτα
Κάτι πάω να πω μα δεν πάει η φωνή
Όταν περπατώ μες στον άδειο δρόμο
Μέρα μεσημέρι πάντοτε είναι εκεί
Έχουν τα μπουφάν στον φαρδύ τους ώμο
Και στ’ ένα τους χέρι κόκκινη πληγή
Κι όλο λέω «ποτέ» Θεέ μου ας μην τελειώσει
Όλη ετούτη η νιότη μέσα στ’ άδειο φως
Κάπου στρίβει ο δρόμος κάπου αλλάζουν όλα
Και περνούν τα χρόνια κι είμαι μοναχός
Θεέ μου, στο απέναντι πεζοδρόμιο η Άννα
Άννα! Άννα! Δε μ’ ακούει…
Την τραβάει ένας με καπαρντίνα
Τον τραβάει κι αυτή
Όχι δεν πέφτει ξύλο
Ερωτική σκηνή
Γιατί κοιτάω σαν χάχας;
Η Άννα! Περάσαν δεκαπέντε χρόνια!
Άννα! Άννα!
Μπαίνει σε ταξί
Άννα! Μ’ ακούει!
Αλλά την παρασέρνει η Πανεπιστημίου…
Η δειλία μου Θεέ μου
Αυτό ήμουνα σ’ όλη μου τη ζωή
Δειλός και συνετός
Είδες αυτός με την καπαρντίνα πώς την τράβαγε
Σαν ένα σακί γεμάτο υγιεινό έρωτα
Δειλός και συνετός
Κι όλοι σε κοιτούν στα μάτια σκληρά
Ψέματα δε σε κοιτούν σκληρά
Σε κοιτούν τρυφερά
Τι σκληρά τι τρυφερά σκοτίστηκα
Και σκληρά να κοιτάξεις
τους Κυριακάτικους διαβάτες
Αυτοί σ’ ανταποδίδουν τρυφερά
Άννα!
Να τα γυαλίσουμε;
Στήνουμε και γυαλίζουμε
Ο λούστρος είναι ανάπηρος
Έχει ξύλινο χέρι
Ξύλινο πόδι
Σηκώνει το πρόσωπό του και μου γελάει
Μ’ ένα ζεστό χαμόγελο σαν φουφού
Του κλείνω το μάτι
Αλλάζω πόδι
Είναι σαν χορεύω Καν Καν για τον λούστρο
Μου ‘ρχεται κέφι γελάω χαχαχα
άλλο που δε θέλει ο διπλανός νεαρός
Μου λέει: Ξέρετε, θα βρέξει
Λέω εγώ έχω την κιβωτό μου, ας βρέξει
Μου λέει ” Κιβωτό για έναν;”
Πληρώνω τον λούστρο
Ο νεαρός επιμένει
Κι εγώ περνάω απέναντι
Στο καρτιέ του Πανεπιστημίου
Εκεί έχει διαδήλωση
Πάω προς τη μεριά των απεργών
Μου λένε Θα υπογράψετε συμπαράσταση;
Λέω “Πήγατε στην Μελίνα;”
Με μισούν το νιώθω
Παίρνω ύφος Λαμπέτη
* Κάτι μεταξύ νουθεσίας και έκπληξης
Και περνάω στο απέναντι φανάρι
Εκεί έχει αέρα και πέφτουν μάρμαρα
Ο νεαρός επιμένει
Μόνος σου θα μπεις στην κιβωτό;
Όχι ρε του λέω. Με τον κροταλία μου θα μπω!
Φτάνω στην Ιπποκράτους ευτυχώς
γιατί από κει και πέρα αρχίζει άλλο καθεστώς
Οι μισοί είναι Άραβες
Αν με βοηθήσει ο Θεός
και φτάσω μέχρι την Θεμιστοκλέους
θ’ ανάψω μια λαμπάδα μέχρι το μπόι μου
Βουλιάζω στην ομίχλη
Όταν περπατώ στην Πανεπιστήμιου
Πάντα συναντώ τις μέρες τις παλιές
Το παιδί που φεύγει απ’ την οδό Σταδίου
Είμαι εγώ κι εσύ ξωπίσω μου να κλαις
Θέλω να σου πω τόσα που ‘χουν γίνει
Τόσα χρόνια που ‘ρθαν πάνω μας πικρά
Είναι αυτό που λέμε δεν μπορεί να γίνει
Ό,τι γράφει η μοίρα κάπου είναι γραφτά
Μοιάζουν ζωντανά πρόσωπα χαμένα
έφηβοι ξανθοί κάποιας εποχής
Κι εγώ μια σταλιά μάτια δακρυσμένα
Μάτια όλο ικεσία να με λυπηθείς
Κάπου στρίβει ο δρόμος κάπου αλλάζουν όλα
Κι είν’ η γεύση ακόμα άγια κι ιερή
Μου βαραίνει ο ώμος και σαν πολυβόλα
Μηχανές τριγύρω γράφουν την ζωή
Ε, από κει και πέρα, αρχίζει η Ομόνοια
Κάθε αξιοπρέπεια στην πάντα!
Πατώ, με πατούν, με κατρακυλούν
Μου ζητούν την ώρα, μου ζητούν τσιγάρο
Μου ζητούν να αγοράσω εφημερίδες,
σλιπάκια, ανδρισμούς,
παράνομες κασέτες
Κι εγώ αγοράζω, αγοράζω, αγοράζω
Τα πάντα!
Άδεια της Αθήνας Κυριακή
Βόλτα μόνος και ψιλή βροχή
Έντεκα το βράδυ μοναχός
Κι ένας δρόμος μπρος μου
Ίσιος κεντρικός
Πανεπιστημίου ντυμένη
Δικαιοσύνη και τρόλεϊ μπας
Στο καυσαέριο φλομωμένη
Γίνομαι γιος σου
Κι όπου με πας
Ανηφόρα Παίρνω φόρα και γυρνώ
άδειοι δρόμοι κι αστυνόμοι κι Εκατό
Και η νύχτα καρτεράει
Στην μοναξιά μου για να χαθώ
Ταξί! Ε, ταξί!