Θα σας πω μια ιστορία δίχως δράκους και θηρία
για μια νεράιδα κι ένα αγόρι, τον πατέρα και την κόρη
Που την ξέρουν οι μανάδες, άσπρες, μαύρες και μιγάδες
που τη λένε στα σαλόνια και του κόσμου τα μπαλκόνια.
Είμ’ οκτώ και είμαι δέκα, ε(μ’ ολόκληρη γυναίκα
είμαι είκοσι και κάτι, μα έχω ανάγκη από προστάτη
Δες με, έγινα τριάντα, πλησιάζω τα σαράντα
Έχω γιο, έχω μια κόρη, μα θυμάμαι ένα αγόρι
που μ’ ανέβαζε στ’ αφτιά του, με είχε μες στα όνειρα του
που όλο νοιάζονταν για μένα, πλήρωνε όλα τα σπασμένα.
Στα μισά της εφηβείας το μωρό της ιστορίας
έψαχνε τον πρίγκιπα της, μόν’ να μοιάζει του μπαμπά της
Κι ο μπαμπάς ήταν μαζί της, δεν του άρεσε ο αλήτης
που γλυκά δεν της μιλούσε κι όλο τη στεναχωρούσε.