Πλάι στη βρύση πεθαίνω διψασμένος
Καίω σαν φωτιά και τρεμοτουρτουρώ
Στον τόπο μου ενώ ζω, είμαι τέλεια ξένος
Κοντά στη στια τα δόντια κουρταλώ.
Σα σκούλικας γυμνός στολή φορώ
Γελώντας κλαίω χωρίς ελπίδα πια
Κουράγιο παίρνω απ`την απελπισιά
Χαίρουμαι, κι όμως δεν έχω χαρές
Θεριό είμαι δίχως δύναμη καμιά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές.
Στ’ αβέβαιο πάντα βρίσκω τ’ ορισμένως
Το ξάστερο το βλέπω σκοτεινό
Διστάζω για ό,τι πλέρια είμαι πεισμένος
Για κάθε ξαφνικό φιλοσοφώ
Κερδίζω και χαμένος θε να βγω
Όταν χαράζει, λέω: “Καλή νύχτιά!”
Ξαπλώνω, λέω: “Θα φάω καμιά βροντιά !”
Είμαι πλούσιος κι όλο έχω αδεκαριές
Μαγκούφης, καρτερώ κληρονομιά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές.
Έγνοιες δεν έχω, κι είμαι ιδεασμένος
Πλούτια να βρω, μα δεν τα επιθυμώ
Απ’ όσους με παινάνε προσβαλμένος
Και κοροϊδεύω ό,τι είναι σοβαρό.
Φίλο έχω όποιον με πείσει πως γλυκό
Κελάηδημα είν’ της κάργιας η σκουξιά
Για όποιον με βλάφτει λέω πως μ`αγαπά
Το ίδιο μου είναι κι οι αλήθειες κι οι ψευτιές
Τα ξέρω όλα, δε νιώθω τόσο δα
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές.
Πρίγκιπά μου μακρόθυμε, καμιά
Γνώση δεν έχω και μυαλό σταλιά,
Μα υπακούω στους νόμους.Τι άλλο θες;
Πως; Τους μιστούς να πάρω, είπες, ξανά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές;