Θυμάμαι όταν ήμουνα μικρός πόσο βιαζόμουν
να μεγαλώσω γρήγορα και όλο φανταζόμουν
πως όλα θα μου έρθουνε όπως τα ονειρευόμουν
Μα την πραγματικότητα ούτε που υποψιαζόμουν
άλλοι για μένα φρόντισαν κι εγώ στον ουρανό μου
πάντα ποδήλατο, κρυφτό, το καθημερινό μου
άντε και λίγο διάβασμα, τροφή για το μυαλό μου
Κι όλα φάνταζαν τέλεια μες στον μικρόκοσμό μου
Αισίως τα δέκα επτά κλείνω σε λίγο χρόνια
και στην οθόνη του μυαλού παρεμβολές και χιόνια
Σκακιέρα βλέπω τη ζωή κι εμάς μονάχα πιόνια
αν μπορούσα θα επέλεγα να ‘μουν παιδί αιώνια
Στο δυο χιλιάδες και οκτώ κρυμμένος στη γωνία
χωρίς έστω όπλο μαγικό και τρόμο, αμηχανία.
Τον κόσμο να μαστίζεται από άγχος κι αγωνία
άνθρακες ή θησαυρούς που έψαχναν, τι ειρωνεία..
Κάθε πέρυσι και καλύτερα λένε οι μεγάλοι
συμφωνώ και επαυξάνω μα αιτία έχω άλλη.
Εκείνοι μας φορέσανε στο σβέρκο χαλινάρι
το χαμόγελο στα χείλη ψάχνουμε με το φανάρι
Απ’ τα λάθη τα δικά τους δε σηκώνουμε κεφάλι
και το φίδι απ’ την τρύπα η νέα γενιά λένε θα βγάλει
Να μην πω καμιά κουβέντα, να εδώ την έχω πάλι
που τα κάνατε σκατά, ένα μάτσο μαύρο χάλι
Όνειρα αποτυπωμένα σε μια λευκή κόλλα χαρτί
χαραγμένα σ’ ένα θρανίο, χαμένα σε μια παιδική ψυχή
ενός μικρού αγοριού γεμάτο όρεξη για ζωή
που το όνειρό του ήταν να ταξιδέψει σ’ όλη τη γη
Ήθελε τα πάντα να γνωρίζει και συνέχεια ρωτούσε
καθώς πράγματα πρωτόγνωρα στο διάβα του συναντούσε
Έψαξε πολύ στον κόσμο μπας και βρει λίγη αγάπη
μα ήταν μάταιος ο κόπος κι ευθύς κύλισε ένα δάκρυ
Είδε πόνο, δυστυχία, πόλεμο, φτώχεια κι ανεργία
έτρεχε στα φροντιστήρια ενώ του είχαν τάξει δωρεάν παιδεία
Τον έμπασαν σε αίθουσες σε ετοιμόρροπα σχολεία
κι εκεί του χάρισαν κακογραμμένα βιβλία
Στην τρίτη λυκείου έγραψαν τα Σκόπια “Μακεδονία”
δεν του άφησαν χρόνο να παίξει και του μίλησαν για δημοκρατία
Τον μετέτρεψαν σε παθητικό θεατή στην παρακμή
τον έμαθαν να υπακούει και διαταγές να εκτελεί
Κάθε πέρυσι και καλύτερα λένε οι μεγάλοι
συμφωνώ και επαυξάνω μα αιτία έχω άλλη.
Εκείνοι μας φορέσανε στο σβέρκο χαλινάρι
το χαμόγελο στα χείλη ψάχνουμε με το φανάρι
Απ’ τα λάθη τα δικά τους δε σηκώνουμε κεφάλι
και το φίδι απ’ την τρύπα η νέα γενιά λένε θα βγάλει
Να μην πω καμιά κουβέντα, να εδώ την έχω πάλι
που τα κάνατε σκατά, ένα μάτσο μαύρο χάλι
Μας γέννησε η εξέλιξη, η υπερτεχνολογία
μα νιώθουμε ήδη γέροντες από την εφηβεία
Μας κλέβουνε των παιδικών μας χρόνων τη μαγεία
το γέλιο, την ανεμελιά μας παίρνουν με τη βία
Στις πλάτες μας φορτώνουνε ασήκωτα φορτία
θέλουνε λέει να σώσουμε εμείς την κοινωνία
Πάλι καλά που πρόλαβα στο τσακ την ευκαιρία
κι ευτύχισα της ξεγνοιασιάς να έχω την εμπειρία
Τον καθήλωσαν μπροστά από ένα τετράγωνο κουτί
μόλυναν τον αέρα και να αναπνεύσει δε μπορεί
σε κάθε γωνιά του δρόμου ένας παιδεραστής καραδοκεί
κι ένας έμπορος οργάνων για να του πετσοκόψει το κορμί
Του έβαλαν φυτοφάρμακα μέσα στην τροφή
πάει να διαβάσει για να περάσει σε ανώτατη σχολή
Θα πάει στρατό και μετά άντε στου ΟΑΕΔ τα σκαλιά
τελευταίος στη σειρά, αναζητώντας δουλειά
Κάθε πέρυσι και καλύτερα λένε οι μεγάλοι
συμφωνώ και επαυξάνω μα αιτία έχω άλλη.
Εκείνοι μας φορέσανε στο σβέρκο χαλινάρι
το χαμόγελο στα χείλη ψάχνουμε με το φανάρι
Απ’ τα λάθη τα δικά τους δε σηκώνουμε κεφάλι
και το φίδι απ’ την τρύπα η νέα γενιά λένε θα βγάλει
Να μην πω καμιά κουβέντα, να εδώ την έχω πάλι
που τα κάνατε σκατά, ένα μάτσο μαύρο χάλι