Θέλετε, δέντρα, ανθίσετε, θέλετε μαραθείτε.
Δε σας ποτίζω, δέντρα μου, και μη με αδικείτε.
Όσο νερό μ’ αναλογεί το ρίχνω σε μια γλάστρα
αχόρταγη, που με κοιτά μ’ αναίδεια στα μάτια.
«Ρίξε δροσιά, ρίξε νερό, το χώμα να νοτίσει,
ο σπόρος που ’χω μέσα μου να πιει και να ξυπνήσει.
Να βγάλει ρίζες, να γενεί μία περικοκλάδα,
ένα αγρίμι της ζωής, μια ξέφρενη μαινάδα.
Που θ’ απλωθεί σ’ όλη τη γη και, αφού τηνε σκεπάσει,
να κάνει ντου στα σωθικά εκείνων που ‘χουν χάσει
φίλους, αδέρφια και παιδιά κι εκεί ανθούς να βγάλει,
γύρη να πέσει στις καρδιές, να τις γλυκάνει πάλι».
Τέτοια μου λέει η άτιμη η γλάστρα και λυγίζω.
Δάκρυ-νερό, δάκρυ-νερό, ο δόλιος, την ποτίζω.
Ανάθεμά σε, πήλινο, και συ, παλιοβοτάνι!
Είχα τον κήπο της Εδέμ και τώρα δε μου φτάνει.