Συχνά μου λες, μωρό μου, να μπω στην άβυσσο,
της αγκαλιάς σου, φως μου, αντίο αυτού του κόσμου
κι οι δυο, τσουπ, στην παράδεισο.
Δυο δυο, δυο δυο ποτέ δεν μπαίνουνε
σε παραδείσου πόρτα,
λυπάμαι που στο λέω αυτό
κι αν θέλεις, τρέχα ρώτα,
δυο δυο, δυο δυο ποτέ δεν μπαίνουνε
σε παραδείσου πόρτα,
λυπάμαι που στο λέω αυτό
κι αν θέλεις, τρέχα ρώτα,
μα ας κάνουμε τη δοκιμή και σβήσε πια τα φώτα.
Μα εσύ μου επιμένεις πως κατ’ εξαίρεσιν
όλοι οι ερωτευμένοι είναι προβιβασμένοι,
χωρίς συν, πλην, διαίρεση.
Δυο δυο, δυο δυο ποτέ δεν μπαίνουνε
σε παραδείσου πόρτα,
λυπάμαι που στο λέω αυτό
κι αν θέλεις, τρέχα ρώτα,
δυο δυο, δυο δυο ποτέ δεν μπαίνουνε
σε παραδείσου πόρτα,
λυπάμαι που στο λέω αυτό
κι αν θέλεις, τρέχα ρώτα,
μα ας κάνουμε τη δοκιμή και σβήσε πια τα φώτα.
Δυο δυο, δυο δυο ποτέ δεν μπαίνουνε
σε παραδείσου πόρτα,
λυπάμαι που στο λέω αυτό
κι αν θέλεις, τρέχα ρώτα.