Άνοιξε, άνοιξε, άνοιξε γιατί δε βλέπω,
άνοιξε, άνοιξε, άνοιξε γιατί δε βλέπω,
απ’τη σούρα που την έχω,
έφταιξα, έφταιξα, έφταιξα παραπονιάρα,
πω, πω θα με βρει λαχτάρα.
Δείρε με, δείρε με, δείρε με και μάλωσέ με,
δείρε με, δείρε με, δείρε με και μάλωσέ με
κι αγκάλιασέ με,
που ‘σουνα, που ‘σουνα, που ‘σουνα ξεμυαλισμένε,
αχ και παλιομεθυσμένε.
Τα ‘χα πιει, τα ‘χα πιει, τα ‘χα πιει σε δυο κουτούκια,
τα ‘χα πιει, τα ‘χα πιει, τα ‘χα πιει σε δυο κουτούκια,
με μπαγλαμάδες, με μπουζούκια.
Δείρε με, δείρε με, δείρε με και μάλωσέ με,
δείρε με, δείρε με, δείρε με και μάλωσέ με
κι αγκάλιασέ με.
Άνοιξε, άνοιξε, άνοιξε γιατί δε βλέπω,
άνοιξε, άνοιξε, άνοιξε γιατί δε βλέπω,
απ’τη σούρα που την έχω,
έφταιξα, έφταιξα, έφταιξα παραπονιάρα,
πω, πω θα με βρει λαχτάρα.
Δείρε με, δείρε με, δείρε με και μάλωσέ με,
δείρε με, δείρε με, δείρε με και μάλωσέ με
κι αγκάλιασέ με κι αγκάλιασέ με κι αγκάλιασέ με.