Δεν μπορώ πια δεν μπορώ
τέτοιο καημό να τον αντέξω
σου ζητώ με παρακάλια
λίγη αγάπη να μου δώσεις
μα εσύ, μα εσύ το ‘βαλες πείσμα
απ’ τον πόνο να με λιώσεις.
Αχ, αχ, εσύ θα είσαι η αφορμή
η μάνα μου να κλάψει.
Αχ, αχ κι όλα τα ρούχα που φορά
στα μαύρα να τα βάψει.
Σαν τον διψασμένο, δέντρο
την δροσιά σου λαχταρώ
μα εσύ δε δίνεις
του Αγγέλου σου νερό.