Όποιος μόνος γυρνά ψάχνει φωτιά να ζεσταθεί,
δίχως άστρο κι εξάντα, στο βοριά, στη βροχή.
Σαν πλεχτό χειμωνιάτικο το κορμί σου τυλίγω,
του κελιού σου τ’ απέραντο και τ’ ουρανού σου το λίγο.
Κρίνο και ροζμαρίνι
ότι λάμπει και σβήνει,
τα σημάδια του αφήνει
στη καρδιά, στη ψυχή.
Παραμύθια κεντάς με αστραπές και προσευχές,
φανερές απουσίες, παρουσίες κρυφές.
Ήταν φάρσα και όνειρο της χαράς το λιμάνι,
πάντα ήξερες να δίνεσαι, μ’ αυτό μωρό μου δε φτάνει.
Κολασμένα και άγια
της αγάπης ναυάγια,
γίνε βάρκα ψυχή μου
και θα γίνω πανί.
Ώρα τρεις και μισή, πίνεις καπνό, πίνω βυθό,
χαϊμαλί και γαϊτάνι στο τρελό σου χορό.
Σε ταξίδια αυτοσχέδια με βιολιά και κλαρίνα,
της καρδιάς τη φλόγα άναψε να κάψουμε τη ρουτίνα.
Λύσε κάβο κι ανοίξου
στα βαθιά της αβύσσου,
μη φοβάσαι κυκλώνες
και νερά σκοτεινά.
Σαν αστέρι στο δείλι
η χαρά θ’ ανατείλει,
του παράδεισου ο δρόμος
απ’ το χάος περνά.